- παραξέω
- ΜΑ1. ξύνω κάτι πλαγίως ή επιφανειακά2. τραυματίζω ελαφρά («παραξέειν τὸν χρῶτα», Άνν. Κομν.)3. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον4. μιμούμαι («ἐντεῡθεν Σοφοκλῆς παραξέσας ποιεῑ τὸν Οἰδίποδα λέγοντα...», Ευστ.)αρχ.κάνω κάτι λείο, λειαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ξέω «χαράσσω, λειαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.